ξεκούραστος

ξεκούραστος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που ξεκουράστηκε, που αναπαύτηκε, που δεν κουράστηκε, ο ξεκουρασμένος: Μπορείς να μας βοηθήσεις τώρα που είσαι ξεκούραστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεκούραστος — η, ο [ξεκουράζω] 1. αυτός που ανέλαβε από την κούραση, αυτός που ξεκουράστηκε («μετά από μια ώρα ύπνου νιώθω ξεκούραστος») 2. αυτός που γίνεται άκοπα, χωρίς κούραση ή αυτός που δεν προκαλεί κούραση (α. «ξεκούραστη δουλειά» β. «ξεκούραστα… …   Dictionary of Greek

  • άνετος — η, ο (Α ἄνετος, ον) [ανίημι] αναπαυτικός, ξεκούραστος, βολικός, εύκολος νεοελλ. 1. (για ρούχα) όχι στενός, χαλαρός, ελαφρύς 2. απερίσπαστος, ο χωρίς έγνοιες ή εμπόδια αρχ. 1. (για ζώα) αμολητός, ελεύθερος 2. ακόλαστος, ασύδοτος 3. (για μέλη του… …   Dictionary of Greek

  • άμοχθος — η, ο (Α ἄμοχθος, ον) ο απαλλαγμένος από κόπους ή φροντίδες νεοελλ. αυτός που γίνεται δίχως πολύ μόχθο, εύκολος, άκοπος αρχ. 1. απρόθυμος σε κόπους, φυγόπονος 2. ο μη κουρασμένος, ο ξεκούραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μόχθος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμοχθεί] …   Dictionary of Greek

  • αναπαυτικός — ή, ό (AM ἀναπαυτικός, ή, όν) [ἀναπαύω] αυτός που προσφέρει ανάπαυση, άνετος, ξεκούραστος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναπαυτικόν στρατιωτικό παράγγελμα για ανάπαυση, διακοπή …   Dictionary of Greek

  • απαλός — ή, ό (AM ἁπαλός, ή, όν) 1. μαλακός στην αφή, τρυφερός 2. (για πρόσωπα) αβρός, τρυφερός νεοελλ. 1. (για χρώματα) όχι έντονος, ανοιχτός 2. (για ήχους) χαμηλός, ξεκούραστος, διακριτικός 3. φρ. «εξ απαλών ονύχων» από την πολύ μικρή, την παιδική… …   Dictionary of Greek

  • αταλαιπώρητος — η, ο (Α ἀταλαιπώρητος, ον) ο δίχως ταλαιπωρίες και στενοχώριες νεοελλ. 1. ξεκούραστος 2. ο χωρίς εντατική προσπάθεια, αβασάνιστος, επιπόλαιος …   Dictionary of Greek

  • φράπα — (citrus lumia). Κοινή ονομασία του φυτού κίτρο η δεκουμάνα. Ανήκει στην οικογένεια των ρουτιδών της τάξης των τερεβινθωδών, και όπως υποστηρίζουν πολλοί, κατάγεται από τις Αντίλλες. Η σάρκα της φ., ανάλογα με την ποικιλία, είναι κίτρινη, ροζ ή… …   Dictionary of Greek

  • χαλαστός — ή, όν, Α [χαλῶ] (αμφβλ. σημ.) χαλαρωμένος, ξεκούραστος στην όψη …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”